- δικηγόρος
- Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη σύγχρονη εποχή σημαντικός αριθμός δ. ασχολούνται ως έμμισθοι, παρέχοντας νομικές, μη ασυμβίβαστες προς την ιδιότητα του δ., υπηρεσίες σε εταιρείες, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή και στη διοίκηση. Υπάρχουν ιστορικά παραδείγματα (Γαλλική επανάσταση, Ρωσική επανάσταση) κατά τα οποία επιχειρήθηκε η κατάργηση του δικηγορικού λειτουργήματος, αλλά οι απόπειρες αυτές απέτυχαν, γιατί, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, η παρέμβαση των δ. είναι αναγκαία για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Περιεχόμενο του δικηγορικού λειτουργήματος είναι η υπεράσπιση των διαδίκων κατά τις δίκες στα διάφορα δικαστήρια καθώς και η παροχή νομικών συμβουλών και συνδρομής κατά τη σύνταξη συμβολαίων ή διακανονισμών, ανεξάρτητα από το είδος της δικαστικής διαφοράς.
Η άσκηση του λειτουργήματος στην Ελλάδα διέπεται θεμελιωδώς από το νομοθετικό διάταγμα 3026 της 6/8 Οκτωβρίου 1954 Περί του Κώδικος των Δικηγόρων. Για να διοριστεί κανείς δ. πρέπει να έχει την ελληνική ιθαγένεια (ή να έχει πολιτογραφηθεί από πενταετίας), να έχει πτυχίο νομικής και να επιτύχει σε διαγωνισμό, μετά από δεκαοκτάμηνη πρακτική άσκηση. Ο δ. διορίζεται με προεδρικό διάταγμα και, αφού ορκιστεί, εγγράφεται στα μητρώα του δικηγορικού συλλόγου, οπότε και θεωρείται πλήρης o διορισμός. Η μετάθεση του δ. από την έδρα ενός δικαστηρίου (πρωτοδικείου) σε άλλη είναι δυνατή κατά τους όρους του άρθρου 21 του Κώδικα των δ. Η άσκηση του λειτουργήματος υπόκειται σε πολλαπλές υποχρεώσεις, ιδιαίτερα στην έντιμη και ευσυνείδητη παροχή υπηρεσιών, στην ευπρεπή διαγωγή, στη διατήρηση γραφείου, στην ετήσια υποβολή δήλωσης για την άσκηση της δικηγορίας κλπ. Έπειτα από πάροδο ορισμένου χρόνου, ο δ. μπορεί να προαχθεί σε δ. παρ’ εφετείω και σε δ. παρ’ Αρείω Πάγω. Ο Κώδικας δ. αναθέτει αποκλειστικά στους δ. την υπεράσπιση των διαδίκων ενώπιον όλων των δικαστηρίων, δικαστικών αρχών και επιτροπών και μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στον διάδικο να παραστεί αυτοπροσώπως, χωρίς τη συμπαράσταση δ. (πλημμελήματα και πταίσματα, ειρηνοδικεία, μικρές φορολογικές διαφορές, περιπτώσεις επείγοντος κλπ.). Υποχρεωτική είναι επίσης η παράσταση δ. κατά τη σύνταξη συμβολαίων υψηλής χρηματικής αξίας, κατά την έρευνα λογιστικών βιβλίων, υποθηκών ακινήτων κλπ.
Ο δ. υπάγεται στον Δικηγορικό Σύλλογο, στον οποίο εγγράφεται και οφείλει να υπακούει στις αποφάσεις του ως προϊσταμένης αρχής. Η άσκηση άλλης επιστήμης, τέχνης ή εμπορίου και κάθε απασχόληση αντίθετη προς την αξιοπρέπεια ή περιοριστική της αξιοπρέπειας του δ. είναι ασυμβίβαστη προς το δικηγορικό λειτούργημα. Ειδικότερα, o δ. που διορίζεται μισθωτός του δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου χάνει την ιδιότητα του δ., εκτός αν προσφέρει τις υπηρεσίες του ως δ. ή νομικός ή δικαστικός σύμβουλος. Ειδικές εξαιρέσεις θεσπίζονται, για παράδειγμα, για το ανώτερο διδακτικό προσωπικό των πανεπιστημίων. Σε άλλες περιπτώσεις, η δικηγορία αναστέλλεται (διορισμός σε θέση υπουργού, νομάρχη κλπ.). Αρμόδιο για την εκδίκαση των πειθαρχικών παραπτωμάτων του δ. είναι το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου, το οποίο μπορεί να επιβάλλει ποινές επίπληξης, προστίμου, προσωρινής ή οριστικής παύσης· περιορισμένη πειθαρχική εξουσία απέναντι στους δ. έχουν και τα δικαστήρια, σε ό,τι αφορά τα πειθαρχικά παραπτώματα που διαπράττονται κατά τις δημόσιες συνεδριάσεις των δικαστηρίων. Κατά των αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου ο δ. μπορεί να προσφύγει στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Ειδικές διατάξεις περιλαμβάνονται στον Κώδικα των δ. για τη μετάθεση, παύση και αναδιορισμό των δ. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται, στα εκτός έδρας ειρηνοδικεία πρωτοδικείου, η άσκηση δικηγορικών καθηκόντων από δικολάβους, δηλαδή πρόσωπα που δεν έχουν τα προσόντα των δ. Οι δικολάβοι είναι και αυτοί άμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι και έχουν ανάλογες υποχρεώσεις προς τους δ. Ο Κώδικας των δ. περιλαμβάνει, τέλος, λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό των αμοιβών που δικαιούνται να εισπράξουν οι δ. από τους εντολείς τους.
Το δικηγορικό λειτούργημα επιτελεί περίπου την ίδια αποστολή στις διάφορες ανεπτυγμένες χώρες, αλλά υπάρχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τους νομικούς κανονισμούς της άσκησής του και σε ορισμένες περιπτώσεις την ειδικότερη ένταξή του στα πλαίσια της γενικής δικαιοδοτικής λειτουργίας.
Στη Γαλλία το λειτούργημα διαιρείται σε δύο κλάδους, τους avocats και τους avoués. Οι πρώτοι αναλαμβάνουν την υπεράσπιση ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου εκτός του Ανωτάτου Ακυρωτικού (Αρείου Πάγου) και του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά δεν είναι νόμιμοι αντιπρόσωποι του διαδίκου· την αντιπροσώπευση αυτή και τη διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων αναλαμβάνουν οι avoués, η αρμοδιότητα των οποίων περιορίζεται στα όρια της περιφέρειας ενός εφετείου. Το λειτούργημα του avoué αποτελεί ένα είδος κεκτημένου περιουσιακού στοιχείου και μπορεί να μεταβιβαστεί με συμβόλαιο ή με διαθήκη, από τον ίδιο ή τους κληρονόμους του, σε πρόσωπο που διαθέτει τα νόμιμα προσόντα. Η υπεράσπιση και η εκπροσώπηση ενώπιον του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας γίνεται από ειδική κατηγορία δ. τους avocats aux Conseils.
Ανάλογη προς την ανωτέρω διάκριση μεταξύ avocats και avoués είναι η διάκριση μεταξύ δ. (aνvocato) και πληρεξουσίου (procuratore) στην Ιταλία, όπου όμως το ίδιο πρόσωπο μπορεί να ασκήσει σωρευτικά τα δύο λειτουργήματα· ωστόσο, σε καμία περίπτωση τα λειτουργήματα αυτά δεν μεταβιβάζονται όπως εκείνο του avoué. Η διαίρεση του λειτουργήματος, χωρίς σωρευτική δυνατότητα, συναντάται και στην Αγγλία, μεταξύ barrister και solicitor. Οι πρώτοι ασχολούνται κυρίως με την υπεράσπιση ενώπιον των δικαστηρίων· όσοι διακρίνονται μεταξύ αυτών ονομάζονται σύμβουλοι του Βασιλέως (King’s Counsel)· οι barristers μπορούν να διοριστούν δικαστές και μάλιστα τα μέλη των ανωτέρων δικαστηρίων εκλέγονται αποκλειστικά από αυτούς. Ο solicitor αναλαμβάνει την υπεράσπιση σε κατώτερα δικαστήρια και γενικότερα ασκεί καθήκοντα εκπροσώπησης κατά τρόπο ανάλογο προς τους Ιταλούς procuratori. Οι εξωδικαστικές πράξεις, οι οποίες πολλές φορές στην Ελλάδα, αλλά και αλλού (π.χ. Ιταλία), ενεργούνται από τους συμβολαιογράφους, στην Αγγλία εκτελούνται κατά κανόνα από τους solicitors.
Στη Γερμανία, αντίθετα, το λειτούργημα είναι ενιαίο και ασκείται από τον rechtsanwalt, ο οποίος πρέπει να υποβληθεί προηγουμένως σε δύο εξετάσεις· μετά την πρώτη εξέταση γίνεται referendar (πάρεδρος), ενώ έπειτα από μια τετραετία και νέα εξέταση assessor (τακτικός)· ακολουθεί νέα άσκηση (γενικά ενός χρόνου) μετά την οποία ονομάζεται rechtsanwalt από τον υπουργό Δικαιοσύνης, γεγονός που του παρέχει το δικαίωμα να ασκεί το επάγγελμά του ενώπιον ενός ορισμένου δικαιοδοτικού οργάνου. Ενιαίο είναι επίσης το λειτούργημα στις ΗΠΑ, όπου όμως οι κανονισμοί διαφέρουν ανάλογα με τις πολιτείες. Το δικαίωμα άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος περιορίζεται αρχικά σε μία πολιτεία, αλλά αργότερα επεκτείνεται και σε άλλες. Ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ομοσπονδίας γίνονται δεκτοί, με απόφαση του ίδιου του δικαστηρίου, οι δικηγόροι που είναι διορισμένοι στα ανώτατα δικαστήρια των πολιτειών.
«Ο δικηγόρος» όπως απεικονίζεται σε πίνακα του Ονορέ Ντομιέ (1807-1878).
Συνεδρίαση της ολομέλειας των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων Ελλάδας, τον Απρίλιο του 2002 (φωτ. ΑΠΕ)
* * *ο, η (Α δικηγόρος)νομικός ο οποίος κατ' επάγγελμα υποστηρίζει τον πελάτη του στο δικαστήριονεοελλ.1. αυτός που αυτόκλητα παρεμβαίνει για να υπερασπίσει κάποιον («δεν σε βάλαμε για δικηγόρο», «μη μάς κάνεις τον δικηγόρο»)2. εύγλωττος, ευφραδής.[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -ηγορος < αγορά. Η λ. απαντά ήδη κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Το β' συνθετικό όπως στο συνήγορος, αλλά ο τονισμός κατά το δημηγόρος].
Dictionary of Greek. 2013.